Η δυστυχία του να είσαι Ελληνοκύπριος

Θεωρώ πως τη μύησή μου στη φιλοσοφία την οφείλω στον Νίκο Δήμου. Όχι γιατί είναι ο καλύτερος φιλόσοφος της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (τον Ροίδη πού θα τον κατατάσσαμε άλλωστε; τον Καζαντάκη; την Σώτη;). Ούτε γιατί υπήρξε ο καλύτερος Έλληνας φωτογράφος (γιατί τι να πει κανείς για την Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη ή για τον Νίκο Διαμαντόπουλο;).

Μάλλον, γιατί υπήρξε ο απόλυτος Έλληνας κριτής της Ελλάδας και -κυριότερα- της Ελλάδας της μεταπολίτευσης.

Ο καυστικός του λόγος για την μεταπολιτευτική παπανδρεϊκή καταληψιακή ετσιθελική κρατικοδίαιτη γενιά ήταν πάντα αιρετικός. Δεν άρεσε σε κανέναν. Ούτε καν στους πολέμιους αυτής- κι αυτό διότι δεν ήθελαν μια άλλους είδους πολιτεία και κοινωνία, ήθελαν απλά την εξουσία,δική τους-. Οι αιρετικές του απόψεις για το μακεδονικό, για τις παραβιάσεις του εναερίου χώρου του Αιγαίου, για το κυπριακό, την καταγωγή των Ελλήνων, την ελληνική επανάσταση, δε βρίσκουν σύμφωνο ούτε τους (λίγους) χιλιάδες που διαβάζουν στις μέρες μας, ούτε τους (μετρημένους) διανοούμενους. Βρίσκουν όμως το σεβασμό, σε κάθε άνθρωπο που σκέφτεται πέρα από τα σύνορα, την κουτοπόνηρη διπλωματία και τον ιστορικό φονταμενταλισμό της Ελλάδας του Παπανδρέου&Σία, και αγαπά όσο τίποτα άλλο την ελευθερία, την πραγματική, τη χωρίς όρους και προυποθέσεις πέραν του σεβασμού στο έτερο (στην αγάπη του Νίκου Δήμου, προφανώς, προσθέτω την τεχνολογία και τα γατιά).

Δεν πρόκειται για τον επικήδειο του σοφού ανδρός. Δε ξέρω αν έχει πολλά να δώσει ή να πει, πάντως δεν είναι ώρα ακόμα. Η -τέταρτη- ανάγνωση του εμβληματικού «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» (23η έκδοση) με έκανε να ταυτίσω, όσες διαφορές κι αν η σύμπλευση σε διαφορετικές κρατικές οντότητες τα συμπλέγματα, τον αρχοντοχωριατισμό και την έπαρση του Έλληνα με του Ελληνοκύπριου. Είναι άλλωστε, μακρά, και η αγάπη του Νίκου Δήμου για την Κύπρο, με αποκορύφωμα το σχεδιασμό της σημαίας του αντικατοχικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων με το πομπώδες «Δεν ξεχνώ» και την αιμορραγούσα Κύπρο, ασχέτως αν η παντιέρα πήρε χαρακτήρα φαντασιακό εκφράζοντας απόψεις και θέσεις που διαφέρουν από τον δημιουργό της.

Το σήμα σύμβολο «Δεν ξεχνώ» δημιουργήθηκε το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 την ημέρα που ο δεύτερος Αττίλας έκοψε την Κύπρο στα δύο. Ακούγοντας τα νέα στο ραδιόφωνο, οραματίστηκα την Κύπρο μαχαιρωμένη και την γραμμή του Αττίλα σαν μία ροή πηγμένου αίματος που σιγόσταζε. Όταν έφτασα στο γραφείο μου (τότε είχα την διαφημιστική εταιρία) κάλεσα τον διευθυντή του σχεδιαστηρίου, τον Διονύση Γεωργιόπουλο, του έδωσα ένα χάρτη της Κύπρου, την ιδέα και το κείμενο. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Νίκος Δήμου

Χειρότερα, δε, οι Ελληνοκύπριοι, ταυτίζονται με το χειρότερο τύπο του Έλληνα. Ζούμε σαφώς σε μία απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας (όπως ο Δήμου αναφέρει στη στροφή 26), διότι πέρα της ελληνικής αμάθειας και ημι-συνείδησης, βρισκόμαστε συνεχώς σε μια ψυχοφθόρα και χαμέρπουσα κρίση ταυτότητας και βολέματος. Σαν να μην αγαπάμε τους εαυτούς μας, ή την καταγωγή μας, διότι ποτέ δεν τη γνωρίσαμε, ή χειρότερα, ποτέ δεν την κρίναμε άξια γνώσης και εκτίμησης. Κι είναι τη μοναδικότητά μας που φτύνουμε κι απαρνιόμαστε, έως ότου μια εθνική νίκη (του φυσικού αερίου, του ακριβού κτήματος στην Πέγεια ή χειρότερα των 16 του Champions League) να μας δώσει την ισχύ που ποτέ δε χάσαμε και νομίζουμε πως καινοφανώς κερδίσαμε, να υπερηφανόμαστε σαν γύφτικο σκεπάρνι την ταπεινή καταγωγή.

Η δυστυχία του Ελληνοκύπριου είναι τεράστια διότι, ανάμεσα σε όλα τα οικογενειακά, χωρικά, οικονομικά συμπλέγματα κατωτερότητας, το κυπριακό πρόβλημα τίθεται ως δαμόκλειος σπάθη στο περήφανο -σκυφτό- κεφάλι του. Και εδώ (όπως στον Έλληνα του Δήμου της στροφής 46), η άρνηση είναι η μόνη θέση του. Όσο δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, τι θέλουμε χωρίς ξεκαθαρισμένη σκέψη και αίσθημα ευθύνης στην παλιά και -κυριότερα- στη νέα γενιά (στροφή 81) η μια εξάρτηση θα δίνει τη θέση της σε άλλη, ισχυρότερη και δεσμιότερη.

Η CIA, ο Κίσσιγκερ, ο Μακμίλλαν, ο Ντεκτάς, ο Ετσεβίτ, ο Μεντερέζ, ο Ερίμ, ο λόρδος Χάνι. Όλοι αυτοί. Ποτέ εμείς. Κι όσο δεν αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, στη δίνη της παγκόσμιας καταστροφής του περιούσιου λαού από τον ξένο δάκτυλο, όσο δεν υιοθετούμε μια θέση για πορεία διάσωσης της μοίρας μας, τόσο θα βουλιάζουμε στην άρνηση της πραγματικότητας που ρέει όπως και τα πάντα- σε πείσμα της φωτό του Σεφέρη, καταλήγοντας μοιραία να τρώμε πέτρες -σκέτο-.

Βρήκαμε τη στάχτη. Γιώργος Σεφέρης

Και όπως το ΑΚΕΛ με τον κομμουνισμό, έτσι και τα έτερα κουσούρια της ελληνοκυπριακής ψυχής, απολαμβάνουν ασυλίας μέχρις έως ότου απαλλαγούμε από ξένους στρατούς, συμφέροντα και κηδεμονίες. Και να απαλλαγούμε δε θα το καταφέρουμε ποτέ -όχι για το ανέφικτο της προσπάθειας-, διότι για να λυτρωθείς από τα δεσμά που σε τυραννούν, πρέπει πρώτα να λευτερώσεις τη νόηση σου από την πρωτόγονη προκατάληψη και το έγκλημα της άγνοιας όπως ο Ντοστογιέφσκι, σε μια αυτοπραγμάτωση ελεύθερου συλλογισμού.

Κι αν κάποιος αναρωτιέται γιατί δε γράφτηκε ποτέ ένα βιβλίο για τις παιδικές αρρώστιες που δέρνουν τον Ελληνοκύπριο (με εξαίρεση το φιλότιμο, πλην ατελές, De profundis του Μικελλίδη), είναι γιατί ο Νίκος Δήμου έγραψε το βιβλίο του για τους Έλληνες που προβληματίζονται. Και στην Κύπρο, όλοι μοιάζουν μακάριοι, πτωχοί στο πνεύμα τους.

1 thoughts on “Η δυστυχία του να είσαι Ελληνοκύπριος

Αφήστε απάντηση στον/στην strovoliotis Ακύρωση απάντησης